Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2008

Αδιέξοδοι έρωτες

Προσπαθώ εδώ και χρόνια να καταλάβω το λόγο ύπαρξής τους. Από τη μια σκέφτομαι ότι αφού προκαλούν τόσο πόνο καθ’ όλη τη διάρκεια τους, ποιος ο λόγος να υπάρχουν, αλλά από την άλλη, για να τους έκανε ο Θεός (ή ο διάολος, δεν θα το λύσουμε τώρα), κάτι θα έχουν να προσφέρουν στην εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Τους έρωτες αυτούς τους έχω νιώσει στο πετσί μου, τους έχω ερωτευτεί δυνατά, τους έχω ζήσει σε όλο τους το μεγαλείο, μα πάνω απ’ όλα έχω περάσει τις καλύτερες μου στιγμές μαζί τους. Έχω μετανιώσει για γκόμενους που είχα σχέση, κανονική - φυσιολογική - με δυο άτομα, αλλά για τους αδιέξοδους ποτέ.

Πιστεύω στο Θεό, στους ανθρώπους, σε μένα, μα πάνω απ’ όλα πιστεύω στη Μοίρα. Ο Η. ήταν το κάρμα μου, ήταν και είναι η συνάντηση (Κορυφής μη σας πω) της ζωής μου. Ακόμα και αν υπήρχε μια μαγική ευχή να μην τον συναντούσα ποτέ στη ζωή μου, δεν θα ζητούσα να εκπληρωθεί. Θα διάλεγα να ζούσα με το ίδιο πάθος αυτό τον αδιέξοδο έρωτα. Κάποια υπέρτατη δύναμη τον είχε στείλει σε μένα και είχα γεννηθεί για αυτή την αγάπη, ήμουν άξια για αυτή την αγάπη, ήμουν εκεί και είχα καρδιά ανοιχτή για να τη ζήσω, για να την κάνω όνειρο, και να την μετατρέψω σε καημό. Πείτε το ανάγκη, συνήθεια, τρέλα, έρωτα, μαζοχισμό, αλλά ο Η. ήταν η πραγματική μου αλήθεια. Ήταν η αξία μου.
Τον γνώρισα ένα χειμωνιάτικο Σαββατόβραδο. Εκείνο το βράδυ μίλησε το ποτό και το επόμενο τα κορμιά μας. Τον ερωτεύτηκα αμέσως και το παραμύθι, μεταφορικά και κυριολεκτικά, μόλις άρχισε. Ο Η. ήταν όμορφος, γεροδεμένος, πειραχτήρι, ατακαδόρος, περιπετειώδης, μα πάνω απ’ όλα είχε έξυπνο χιούμορ, που με έκανε να περνάω πάντα, πολύ καλά μαζί του. Μαζί του λάτρεψα την Άννα Βίσση, που μέχρι τότε δεν ήξερα καν ποια ήταν. Με έμαθε καινούργιες λέξεις και φράσεις, αλλά κυρίως με καμάρωνε για ότι έχω κάνει στη ζωή μου – μικρό, μεγάλο, ενδιαφέρον, αδιάφορο - και για ότι σκεφτόμουν να κάνω, κάτι που δεν ξαναβρήκα σε καμία σχέση μετά τον Η..

Τρείς μήνες μετά την γνωριμία μας και ενώ με καληνύχτιζε έξω από το σπίτι μου άνοιξε το γλυκό του στοματάκι και είπε: «Είμαι με την Γ. εδώ και έξι χρόνια», χαμογέλασα όταν το είπε, εκείνος όμως δεν αστειευόταν. Οκτώ μαγικές λεξούλες κατόρθωσαν να διαλύσουν λόγια, συναισθήματα, στιγμές. Ο Η. ήταν της Γ. , και ήταν της Γ. πολύ πριν με γνωρίσει. Ο Η. ανήκε αλλού και από εκεί που ήμουν κυρία και αρχόντισσα, έγινα δεύτερη και καταϊδρωμένη.

«Δεν μπορώ να το έχω άλλο μέσα μου. Δεν αντέχω άλλο. Δεν μπορώ να σε κοροϊδεύω», εκείνος ξαλάφρωσε και εγώ έπεσα στα πατώματα. Μου πήρε μια εβδομάδα να συνειδητοποιήσω το τι ακριβώς μου είπε και μέσα στην επόμενη εβδομάδα είχα βάλει στόχο να τον ξεπεράσω. Έτσι είμαι εγώ. Ταλαιπωρώ τον εαυτό μου σε ξύδια και κραιπάλες τρία μερόνυχτα και μετά είναι σα να μη συμβαίνει τίποτα. Ένα βράδυ, της δεύτερης εβδομάδας, εμφανίστηκε στο κατώφλι του σπιτιού μου μεθυσμένος, κλαμένος και με μουσική υπόκρουση μπουζούκια Εθνικής Οδού. «Σ’ αγαπάω. Δεν μπορώ χωρίς εσένα. Είναι άρρωστο το ξέρω, αλλά σας αγαπάω και τις δυο». Έκλεισα την πόρτα, με εκείνον μέσα φυσικά, και από εκείνη τη στιγμή παρασύρθηκα χωρίς να μπορώ –και κατά βάθος χωρίς να θέλω- να αντισταθώ στο άμετρο πάθος και στις ηδονές που απλόχερα αυτός ο άντρας μου χάρισε για τέσσερα περίπου χρόνια.

Κάνοντας έναν απολογισμό ξέρω πως ο Η. με αγάπησε πραγματικά. Ποτέ δεν αισθάνθηκα ‘δεύτερη’ και εκείνος με βοήθησε πολύ να το προσπεράσω και να μάθω να αγαπάω διαφορετικά. Ναι διαφορετικά. Κατά καιρούς βέβαια, με έπιανε το σύνδρομο ‘αυτό που αξίζει ο καθένας ζει’. Αυτό άξιζα; Να ζω μια ‘μισή’ ζωή, να έχω μια ‘μισή’ σχέση με έναν ‘μισό’ άνθρωπο; Κι όμως, με ένα μαγικό τρόπο, απών ή παρών, ο Η. εξαφάνιζε κάθε τέτοιου είδους σκέψη από το μυαλό μου. Μου έλεγε συχνά ότι συναντηθήκαμε σε λάθος χρόνο, συμφωνούσα και συμπλήρωνα και σε λάθος γαλαξία. Μου έδινε πάντα χώρο, χρόνο, ποσότητα και ποιότητα. Με γοήτευε η αδύναμη δύναμη του ή μάλλον η δυνατή αδυναμία του. Κάθε φορά που τον κοίταζα, έπαιρνα τόσο μεγάλη δόση συναισθημάτων που δεν με ένοιαζε που παράλληλα βίωνα τις καταστροφικές συνέπειες αυτού του έρωτα. Πάντα ζητιάνευα μια καλή κουβέντα από εκείνον, ένα ‘σ’ αγαπώ’, ένα ‘ναι’ και εκείνος ήταν πάντα εκεί πρόθυμος και έτοιμος να ανοίξει στόμα και χέρια και να με καθησυχάσει. Με τον Η. έζησα τον απόλυτο έρωτα και ξέρω ότι ήταν ο απόλυτος γιατί η παντοδυναμία του ερωτικού ενστίκτου είναι αναμφισβήτητη.

Μέσα σε αυτά τα τέσσερα χρόνια προσπάθησα δυο φορές να φύγω από το αδιέξοδο αυτό. Έφευγα από κοντά του με μια μόνο επιθυμία. Να αντέξει η καρδιά μου. Προσπάθησα πολύ να μην ξαναγυρίσω σε εκείνον. Έπρεπε να μην ξαναγυρίσω ποτέ σε εκείνον, ποτέ. Έπρεπε να αντέξω να ζω χωρίς εκείνον και να μη θυμάμαι τίποτα από εκείνον, να τα ξεχνούσα όλα. Με το αναπάντητο ερώτημα στο μυαλό μου ‘τι είχα ανάγκη τελικά, να τα ξεχάσω όλα ή να μη θυμάμαι τίποτα’, γύριζα κοντά του, σε λιγότερο από εβδομάδα, υποταγμένη στη μοίρα μου, να την ακολουθώ χωρίς να μπορώ να αντιδράσω λογικά. Αλλά και πάλι, πότε συναντήθηκε ο έρωτας και η λογική, για να μπορέσω και εγώ να τα συνδυάσω; Ζούσα τις πιο έντονες ευτυχισμένες στιγμές μου με ανάμεικτα συναισθήματα βέβαια, αλλά θεωρώντας τον εαυτό μου πέρα για πέρα ‘φυσιολογικό’ άνθρωπο, μιας και για μένα ‘φυσιολογικό’ είναι όταν το ερωτικό πάθος συσκοτίζει το λογικό. Το ότι απολάμβανα άμετρα τα παράνομα, αλλά και καταδικασμένα συναισθήματα με έκαναν αυτόματα και ‘φυσιολογικό’ άνθρωπο. Δεν μπορούσα (και εξακολουθώ να μην μπορώ) να συμφωνήσω με την ευρύτερη κοινωνική αποδοχή που θεωρεί τα ‘φυσιολογικά’, ως τον έλεγχο και την ευταξία των αισθημάτων . Επίσης δεν είμαι ηλίθια. Αν ήθελα να φύγω θα το είχα κάνει. Δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δεν θέλω. Και εγώ, ναι, δεν ήθελα να φύγω. Αυτό που κάποιοι ονόμαζαν δυστυχία, εγώ το έλεγα ευτυχία, το δάκρυ το ονόμαζα χαρά, τις ώρες που δεν μπορούσε να είναι μαζί μου, παρέα και τον πόνο που ένιωθα όταν ήταν μαζί της, έρωτα.

Δεν ήξερα, ούτε φανταζόμουν μέχρι πότε θα είμαστε μαζί. Συνήθως αυτού του είδους οι σχέσεις έχουν μια ημερομηνία λήξης, σαν τα γιαούρτια. Λίγο πολύ καταλαβαίνεις, από την ξινίλα στη γεύση, πότε δεν είναι φαγώσιμο. Ήξερα όμως, ότι ήθελα να το ζήσω μέχρι το τέρμα, με κάθε κόστος. Πείτε το ανάγκη, πείτε το εξάρτηση, πείτε το αγάπη, εγώ ήμουν εκεί. Φοβόμουν ναι, αλλά στεκόμουν εκεί και πίστευα, χωρίς να ξέρω τελικά τι είναι αυτό που πίστευα. Φοβόμουν και έτρεμα γιατί περίμενα, γιατί δεν μπορούσα να φύγω από εκείνον, από εμένα, από εμάς.

Ο Η. σιγά σιγά απομακρυνόταν, το έβλεπα, το ένιωθα, το ζούσα. Το χειρότερο ήταν ότι δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Τι να έκανα δηλαδή; Τι μπορούσα να κάνω; Ήμουν σαν το θεατή σε μια ταινία τρόμου, που βλέπει τον δολοφόνο να πλησιάζει το θύμα του και θέλει να φωνάξει ‘πρόσεχε’, ‘τρέχα’, ‘θα σε σκοτώσει’. Τον άφησα να φύγει από τη ζωή μου τόσο ήσυχα, όσο βίαια είχε μπει. Για λίγο καιρό κρατήσαμε το ‘να είσαι μέσα στη ζωή μου, παρόν όταν σε χρειάζομαι, χωρίς δεσμεύσεις’, αλλά κοροϊδεύαμε τους εαυτούς μας.

Από εκείνον μου έχουν μείνει δυο όμορφες λέξεις, «το σ’ αγαπώ» και το «σε χρειάζομαι», και στα αυτιά μου ο ήχος που πρόφερε το όνομα μου. Όλα τα υπόλοιπα τα έχω κρατήσει μέσα μου…η αγάπη δεν φεύγει.

« Η τραγωδία του καταδικασμένου έρωτα είναι μια αλληγορία της επιθυμίας», Μ. Καραγάτσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: